καταπλαστόν

καταπλαστόν
καταπλαστός
plastered over
masc/fem acc sg
καταπλαστός
plastered over
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπλαστός — καταπλαστός, όν (Α) [καταπλάσσω] 1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμα («φάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.) 2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”